κατσούφης, -φα

κατσούφης, -φα
κατσούφης, -φα και -ισσα, -ικο σκυθρωπός, θυμωμένος, κατσουφιασμένος: Αυτός ο κατσούφης ποτέ του δε γελάει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατσούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα δύσθυμος, σκυθρωπός, άκεφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • αγριοσυννεφιασμένος — η, ο 1. (για τον ουρανό) ο πολύ συννεφιασμένος 2. (για πρόσωπα) σκυθρωπός, κατσούφης …   Dictionary of Greek

  • κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάζω — 1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός 2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατσούφος (< κατηφής) + ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάρης — α, ικο [κατσουφιά] ο συνήθως κατσούφης, ο συνεχώς σκυθρωπός …   Dictionary of Greek

  • μούρτζουφλος — και μουρτζούφλης, ο, θηλ. μουρτζούφλα (Μ μούρτζουφλος και μουρτζουφλός) συνοφρυωμένος, βαρύθυμος, κατσούφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μουρτζουφλώ (< μούντζα + βολώ), ενώ κατ άλλους από αμάρτυρ. τ. *μουτζότυφλος «διαπομπευμένος» (< μούτζα + τύφλα)… …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλιάζω — Ν [σκουντούφλης] γίνομαι κατσούφης, κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

  • σουπιά — (sepia). Κοινό όνομα δεκάποδων κεφαλόποδων μαλάκιων, της τάξης των δεκάποδων της υφομοταξίας των διβραγχιωτών, του οποίου το επιστημονικό όνομα είναι σηπία. Ένα από τα κοινότερα είδη σ. είναι η σ. η φαρμακευτική (sepia qfficinalis), την οποία θ’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”